- εκπροφεύγω
- ἐκπροφεύγω (Α)1. φεύγω μακριά από κάποιον2. ξεφεύγω, διαφεύγω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκπροφυγόντα — ἐκπροφεύγω flee away from aor part act neut nom/voc/acc pl ἐκπροφεύγω flee away from aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπροφυγεῖν — ἐκπροφεύγω flee away from aor inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπροφυγών — ἐκπροφεύγω flee away from aor part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπροφύγωσι — ἐκπροφεύγω flee away from aor subj act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπροφύγῃσι — ἐκπροφεύγω flee away from aor subj act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπροφυγοῦσ' — ἐκπροφυγοῦσα , ἐκπροφεύγω flee away from aor part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) ἐκπροφυγοῦσι , ἐκπροφεύγω flee away from aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐκπροφυγοῦσαι , ἐκπροφεύγω flee away from aor part act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεκπροφεύγω — Α ξεφεύγω από κάποιον, από τα χέρια κάποιου, διαφεύγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐκπροφεύγω «φεύγω μακριά από κάποιον, ξεφεύγω»] … Dictionary of Greek
υπεκπροφεύγω — Α διαφεύγω, ξεφεύγω κρυφά ή με επιτήδειο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐκπροφεύγω «φεύγω μακριά από κάποιον, ξεφεύγω»] … Dictionary of Greek
φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν … Dictionary of Greek
ἐκπροφύγοι — ἐκπροφύγοῑ , ἐκπροφεύγω flee away from aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)